νόος

νόος
νόος (νόος, -ῳ, -ον, νόον.)
a purpose, will; mind (of men, gods)

χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.19

ὥστ' ἔμφρονι δεῖξαι μαθεῖν Πατρόκλου βιατὰν νόον O. 9.75

μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον O. 10.87

ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν P. 1.40

τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν P. 1.95

ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89

Χίρωνα νόον ἔχοντ ἀνδρῶν φίλον P. 3.5

πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.68

ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων” fr. 43. 2. δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν fr. 213.4. esp. dat. c. adj., pro adv., ἀλαθεῖ νόῳ O.2.92.

ἑκόντι τοίνυν πρέπει νόῳ τὸν εὐεργέταν ὑπαντιάσαι P. 5.44

τίν τ, Ἐλέλιχθον, μάλα ἁδόντι νόῳ, Ποσειδάν, προσέχεται P. 6.51

εὐμενεῖ νόῳ P. 8.18

ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ P. 8.67

μυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται N. 3.42

γείτον' νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι N. 7.88

εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ Pae. 5.45

νηλεεῖ νόῳ δ fr. 177e.
b wits; wisdom κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ (sc. Ἀπόλλων) P. 3.29

εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103

κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε P. 5.110

Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.122

νόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει (sc. Ἀρκεσίλας) P. 6.47

ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.5

ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40

αἰνέω καὶ Πυθέαν χερσὶ δεξιόν, νόῳ ἀντίπαλον I. 5.61

c fragg. ]ἔσφαλ' ὅλῳ νόῳ (ὀλοῷ coni. van Groningen) fr. 1a. 6. μ]έμηλεν πατρὸς νόῳ Δ. 4. 35.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νόος — νόος, ὁ (Α) (ασυναίρ. τ.) βλ. νους …   Dictionary of Greek

  • νοός — νόος mind masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόος — mind masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοῦς — νόος mind masc acc pl (attic) νόος mind masc nom sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοί — νόος mind masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόα — νόος mind masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόας — νόος mind masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόοι — νόος mind masc nom/voc pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόοιο — νόος mind masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόοις — νόος mind masc dat pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόοισι — νόος mind masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”